φιλεπιστήμων

φιλεπιστήμων
ων, ον приверженный (к) наукам, занимающийся наукой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φιλεπιστήμων" в других словарях:

  • φιλεπιστήμων — ο, η, ΝΑ 1. φίλος τής επιστήμης 2. (γενικά) φίλος τής γνώσης, φιλομαθής. επίρρ... φιλεπιστημόνως Α με αγάπη για τη γνώση ή την επιστήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐπιστήμων] …   Dictionary of Greek

  • φιλεπιστημόνων — φιλεπίστήμων fond of knowledge gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεπιστημόνως — φιλεπίστήμων fond of knowledge adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεπιστήμονες — φιλεπίστήμων fond of knowledge masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλεπιστημόνως — Α επίρρ. βλ. φιλεπιστήμων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»